- μαζωχτά
- επίρρ. всё вместе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαζωχτός — ή, ό (Μ μαζωχτός και μαζωτός, ή, όν) [μαζώνω] μαζεμένος, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, συσπειρωμένος 2. τακτοποιημένος μσν. ατελώς ανεπτυγμένος. επίρρ... μαζωχτά μαζί, από κοινού … Dictionary of Greek